θρυπταμίνη

θρυπταμίνη
και τρυπταμίνη, η
(βιοχ.) χημική ουσία που απαντά σε ορισμένα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ελληνογενούς (ως προς το α' συνθετικό του) ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tryptamin < trypt- (πρβλ. τρύω «αναλώνω, καταστρέφω») + amine (πρβλ. αμίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”